τρεμουλιαστός

τρεμουλιαστός
τρεμουλιαστός, -ή, -ό και τρεμουλιαχτός, -ή, -ό
επίρρ. τρεμάμενος, αυτός που τρεμουλιάζει: Τρεμουλιαστή φωνή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρεμουλιαστός — και τρεμουλιαχτός, ή, ό, Ν [τρεμουλιάζω] αυτός που τρέμει, τρομώδης, τρεμουλιάρης …   Dictionary of Greek

  • τρεμάμενος — η, ο, Ν αυτός που τρέμει, τρεμουλιαστός («με τρεμάμενα χείλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω, κατά τις μτχ. σε άμενος τών ρ. σε αμαι (πρβλ. τρεχ άμενος)] …   Dictionary of Greek

  • τρομώδης — ες / τρομώδης, ῶδες, ΝΑ [τρόμος] αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο τού… …   Dictionary of Greek

  • υποτρομώδης — ῶδες, Α αυτός που σιγοτρέμει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρομώδης «τρεμουλιαστός» (< τρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • τρεμάμενος — η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιαστός: Με τρεμάμενα χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”